παραμυθητής

παραμυθητής
ὁ, ΝΑ [παραμυθούμαι / παραμυθώ]
αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραμυθηταῖς — παραμυθητής consoler masc dat pl παραμυθητός consolable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθηταί — παραμυθητής consoler masc nom/voc pl παραμυθητός consolable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθητοῦ — παραμυθητής consoler masc gen sg παραμυθητός consolable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθήτωρ — ορος, ὁ, Α ο παραμυθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθοῦμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • παραμυθητικός — ή, ό / παραμυθητικός, ή, όν, ΝΑ [παραμυθητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός 2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”